διασπαστικός

διασπαστικός
η , ό[ν] раскольнический;

διασπαστικόςή δράση — раскольническая деятельность


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διασπαστικός" в других словарях:

  • διασπαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • διασπαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι ικανός για διάσπαση: Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές διασπαστικές τάσεις στην ομοσπονδία μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριστικός — ή, ό / χωριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωριστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρισμό ή ο κατάλληλος για χωρισμό νεοελλ. ο υπαίτιος χωρισμού, αυτός που συντελεί στον χωρισμό, διασπαστικός («χωριστικό κίνημα» πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»