- διασπαστικός
- η , ό[ν] раскольнический;
διασπαστικόςή δράση — раскольническая деятельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασπαστικόςή δράση — раскольническая деятельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασπαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ αυτήν … Dictionary of Greek
διασπαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι ικανός για διάσπαση: Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές διασπαστικές τάσεις στην ομοσπονδία μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριστικός — ή, ό / χωριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωριστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρισμό ή ο κατάλληλος για χωρισμό νεοελλ. ο υπαίτιος χωρισμού, αυτός που συντελεί στον χωρισμό, διασπαστικός («χωριστικό κίνημα» πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα που… … Dictionary of Greek